- ενώτιση
- η (Μ ἐνώτισις)η ενέργεια τού ενωτίζομαι, η προσεκτική ακρόαση, η αποδοχή όσων ειπώθηκανμσν.(κατά τον Ζωναρά) «σύνεσις, ἤ σύνοψις τῶν ῥημάτων».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνωτίσῃ — ἐνωτίσηι , ἐνώτισις fem dat sg (epic) ἐνωτίζομαι give ear aor subj mp 2nd sg ἐνωτίζομαι give ear fut ind mp 2nd sg ἐνωτίζομαι give ear aor subj mp 2nd sg ἐνωτίζομαι give ear fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)